18.7 C
Athens
Παρασκευή, 3 Μαΐου, 2024

Τα κάρα, ο στόλος, τα πορνεία, τα ΚΤΕΛ και η έκρηξη στη Βότση- Ένας αιώνας καφενείο- Αφηγείται η Μαρία Κουμάντου

Ειδήσεις Ελλάδα

Αφηγείται η  Μαρία Κουμάντου

“Το μαγαζί αυτό, (σ.σ. Όθωνος Αμαλίας και Βότση), ήτανε πολύ παλιό. Από τις αρχές του αιώνα λειτουργούσε σαν καφενείο.  Ο Γιάννης ο Κουμάντος, ο πεθερός μου, άναβε φωτιά και έψηνε τον καφέ στη στάχτη. Το δούλευε μαζί με την πεθερά μου την Αντωνία. Άλογα ήτανε εκεί. Στην Όθωνος Αμαλίας αράζανε τα κάρα.

Πελάτες ήταν οι καροτσέρηδες, οι εργάτες της ξηράς και οι  θαλασσινοί εργάτες. Ήτανε κοντά η ιχθυόσκαλα και το λιμάνι.  Μετά σιγά σιγά άρχισαν γύρω -γύρω τα άλλα τα επαγγέλματα, οι σιδεράδες με το καμίνι, τα λάστιχα… Εγώ πήγα εκεί  το 1969, όταν παντρεύτηκα τον ένα από τους γιους  του Γιάννη του Κουμάντου που δουλεύανε το μαγαζί, τον Γιώργο.  Ο άλλος ήταν ο Αποστόλης. Ήμουνα 17 χρονών παιδί.

Το τι δουλειά είχε, δεν μπορείς να φανταστείς. Ήτανε τα δρομολόγια Πάτρα- Ιταλία, έρχονταν εργάτες, λιμενεργάτες, κόσμος πολύς… Πηγαίναμε καφέδες στο βρετανικό  υποπροξενείο, στην αγροτική ένωση, στο λιμεναρχείο… Το 1972, δεν προλάβαινες ούτε τον πατέρα σου να δεις.

Τα καράβια φέρνανε μπακαλέο από τη Ρωσία, ξυλεία από τη Σουηδία, πρώτες ύλες  για τη χαρτοποιεία του Λαδόπουλου, έρχονταν όλες οι φυλές. Μιλάμε για πολύ κόσμο, χιλιάδες. Με το που φτάνανε τα καράβια γέμιζαν τα μαγαζιά… Το δολάριο είχε 30 δραχμές τότε.

Texas Bar  το έβγαλε ο άντρας μου για να το βλέπουνε οι ξένοι.

Κρέμαγε απέξω όλες τις σημαίες. Είχε βάλει επί χούντας και την Ελληνική και τον κυνηγήσανε γιατί απαγορευότανε επειδή δεν ήταν δημόσιο κτίριο. Το 1967 τον πήγανε στην Τρίπολη. “Άμα δεν υπογράψεις  δεν φεύγεις” του είπανε. Ήτανε αριστερός από παλιά.  Όταν πήγε φαντάρος το 1948, του ρίξανε φυλακή 20 χρόνια, αλλά μετά άλλαξε η κατάσταση και τον φέρανε εδώ στη δεξαμενή και στο τέλος τον αφήσανε.

Τότε που λες, εμείς είχαμε και τζουκ μποξ με χιλιάδες αμερικάνικα  δισκάκια. Είχαμε μπύρα, ουίσκι, ούζο…  Όχι κρασί,  απαγορευότανε. Από φαγητό κάτι ψευτομεζέδες, λίγα πράματα. Το μαγαζί έκλεινε συνήθως  στις 10 το βράδυ. Όταν ερχότανε ο στόλος, δεν κλείναμε ποτέ. Είχαμε ένα πατάρι και κοιμόμασταν με βάρδιες. Με τους ναύτες γινότανε χαμός. Μεθάγανε, τα σπάγανε, το μόνο που δεν κάνανε ήταν να κλέβουνε… Εμείς μετά, μαζεύαμε τα σπασμένα.

Ακριβώς πίσω από εμάς, στο ίδιο τετράγωνο στη Φιλοποίμενος, ήτανε  ο Ψαλίδας, που πούλαγε τα τζάμια. Εκεί δίπλα  ήταν μια γριά, τη βρήκα 70 χρονών όταν  πήγα και έφτασε 90 και πούλαγε ακόμη καφέδες.  Η γριά Γιαννιά με το όνομα.

Αγίου Ανδρέου και Γούναρη ήταν ο κυρ Βαγγέλης που έφτιαχνε πατσά και βραστό και πηγαίνανε οι εργάτες το πρωί και τρώγανε. Στην Μπουμπουλίνας ήτανε δύο αδέλφια  που έφτιαχναν κοκκινιστό μοσχάρι και μύριζε όλη η παραλία.

Πέρα στην ιχθυόσκαλα ήταν ο Αποστόλης, ψαροταβέρνα. Εκεί πιάνανε όλα τα καΐκια. Σε μας ερχόσαντε οι εργάτες που βγαίνανε από τα καΐκια, τους δίναμε κάτι  παλιοκαρέκλες και βάζανε τα ψάρια πάνω και τα πουλάγανε. Όλο ψάρια τρώγαμε.

Πιο πέρα στη Γεροκωστοπούλου εκεί κοντά που είναι το πρακτορείο της Κεφαλονιάς ήταν μια που είχε ένα μαγαζί σαν το δικό μας  αλλά εκεί γινότανε χαμός. Είχε πολλούς οίκους ανοχής  και δίπλα σε μας και γενικά στην περιοχή. Η Φιλοποίμενος ήτανε γεμάτη και  η Αγίου Ανδρέου πέρα κατά την ιχθυόσκαλα… Τσακωνόσαντε με τους γκόμενους οι γυναίκες από τα σπίτια και τα σπάγανε.

Εκεί ήταν για πολλά χρόνια και τα  λεωφορεία του ΚΤΕΛ. Πόδια να έχεις να τρέχεις. Λεωφορεία να δεις.. Να πηγαίνουν Βραχνέικα, Τσουκαλέικα… τέσσερις  παρά δέκα έφευγα από το σπίτι για να προλάβω τους εισπράκτορες που ήθελαν  τσάι και καφέ.

Άσε τις ομιλίες. Τι ήθελες; Βουλευτή; Δήμαρχο; Παίρνανε τα μαγαζιά για να βγάλουμε λόγο … Σχεδόν όλοι οι δήμαρχοι είχανε περάσει.

Εκείνο που δεν θα ξεχάσω όμως ποτέ, ήτανε η έκρηξη στη Βότση. Πήγαινα κάθε μέρα καφέ στα παιδιά. Τι λέβεντες, τι παιδιά ήτανε αυτά… Εκείνη την ώρα  είχα φύγει από το μαγαζί να πάω να αγοράσω καφέ. Ακούγεται  ένα μπαμ, ο άντρας μου τα έχασε, ήξερε ότι ήμουνα κάπου εκεί κοντά. Κάνω να δω… καπνός, σπασμένα τζάμια σε όλη την Όθωνος Αμαλίας. Αυτοί που το κάνανε είχαν καιρό που ερχόσαντε και κοιτάγανε. Αυτοί δεν καθόσαντε ποτέ μέσα στο μαγαζί. Ήτανε δύο άντρες και πάντα καθόσαντε έξω σε ένα τραπέζι που είχα στη γωνία. Και του έλεγα του άντρα μου “αυτοί έρχονται μια βδομάδα και κοιτάνε, όλο από εκεί, όλο από δω..”. “Μπα” μου λέει “από τα καΐκια  θα είναι».

Μετά τη βόμβα τα έχασα… Κομμάτια τα παιδιά. Το πρωί τους πήγα καφέ και το μεσημέρι ήταν νεκρά. Ήταν δικοί μου άνθρωποι. Ήταν οικογένειά μου, τους έβλεπα κάθε μέρα.  Στις 7.30 ώρα,  ήξερα ο Γιάννης  θα έρθει και θα μου κάνει νόημα για  τον καφέ του. Κάναμε ένα χρόνο να συνέλθουμε.

Φύγαμε από εκεί το 2000. Το μαγαζί ήτανε κληροδότημα της Εκκλησίας Βραχνεϊκων. Δεν το χτυπήσαμε στη δημοπρασία.  Όταν  σταμάτησα να δουλεύω ένιωθα λες και πήγα φυλακή. Εκεί ήταν ο παράδεισος,  έβαζες ένα τραπεζάκι καλοκαίρι Βότση και Όθωνος Αμαλίας και  δεν ήθελες να πας ούτε νησιά ούτε πουθενά.

Φύγαμε όμως  όπως ζήσαμε και δουλέψαμε. Με το μπρίκι το παλιό και με το δίσκο».

 

«Αυτοί που βάλανε τη βόμβα στη Βότση, είχαν καιρό που ερχόσαντε και κοιτάγανε. Αυτοί δεν καθόσαντε ποτέ μέσα στο μαγαζί. Ήτανε δύο άντρες και πάντα καθόσαντε έξω σε ένα τραπέζι που είχα στη γωνία..» (αρχείο Νίκου Σύφαντου ).

Ειδήσεις

ΠΗΓΗ

Σχετικά άρθρα

Θέσεις εργασίας - Βρείτε δουλειά & προσωπικό