16.3 C
Athens
Πέμπτη, 2 Μαΐου, 2024

Μόνα Λίζα: Η μυστηριώδης ιστορία κλοπής ενός αινιγματικού πίνακα

Ειδήσεις Ελλάδα

Το μυστηριώδες χαμόγελό του πιο αινιγματικού πίνακα

Ο πιο διάσημος πίνακας ζωγραφικής αναμφισβήτητα είναι η Μόνα Λίζα, γνωστή και ως Τζοκόντα.

Ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι δημιούργησε αυτό το αριστούργημα από το 1503 έως το 1507 στη Φλωρεντία, αλλά σύντομα βρέθηκε στην κατοχή της Γαλλίας.

Το έργο αγοράστηκε από τον γάλλο ηγεμόνα Φραγκίσκο Α’ και τοποθετήθηκε στον πύργο του στο Φοντενεμπλό.

Αργότερα, βρέθηκε στα ανάκτορα των Βερσαλιών κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας του Λουδοβίκου του 14ου και στο κρεβάτι του Μεγάλου Ναπολέοντα.

Από το 1804, o πίνακας εκτίθεται στο Μουσείο του Λούβρου, όπου αποτελεί μια από τις πιο εκθεματολογημένες και πολυσυζητημένες τέχνες παγκοσμίως.

Τη μεσημεριανή ώρα της 22ας Αυγούστου του 1911, η είδηση της κλοπής του μοναδικού πίνακα προκάλεσε σοκ στους Γάλλους.

Τις επόμενες ημέρες, το θέμα κυριαρχούσε στα πρωτοσέλιδα των κορυφαίων εφημερίδων παγκοσμίως.

Η αποκάλυψη έγινε στις 11 το πρωί, όταν ο ζωγράφος Λουί Μπερού, γνωστός για τα αντίγραφα που ζωγράφιζε της Τζοκόντα και που πουλούσε στους επισκέπτες του Μουσείου, παρατήρησε με έκπληξη την απουσία του πίνακα από τη θέση του. Αμέσως ειδοποίησε τον υπεύθυνο φύλακα, ο οποίος αδιαφορώντας απάντησε ότι ίσως είχε αφαιρεθεί για συντήρηση.

Αυτό συνέβη την Τρίτη, αφού την προηγούμενη ημέρα (21 Αυγούστου) το Λούβρο είχε παραμείνει κλειστό λόγω της συνήθους αργίας της Δευτέρας.

Όταν διαπιστώθηκε ότι η πίνακας της Μόνα Λίζα δεν βρισκόταν στο συντηρητήριο, ξεκίνησε ένας συναγερμός. Οι πόρτες του Μουσείου Λούβρου αμέσως σφραγίστηκαν, ενώ τα σύνορα της Γαλλίας κλείσανε, και η αστυνομία ανέλαβε την υπόθεση με επικεφαλή τον επιθεωρητή Λουί Λεπέν.

Μια από τις πρώτες κινήσεις της γαλλικής κυβέρνησης ήταν να αποσπάσει από τα καθήκοντά του τον διευθυντή του Λούβρου, Τεοφίλ Ομόλ, ο οποίος πριν από λίγους μήνες είχε υποστηρίξει ότι η Μόνα Λίζα είναι αδύνατο να κλαπεί από το μουσείο.

Λίγο αργότερα, ο επιθεωρητής Λεπέν διαπίστωσε την κλοπή, ανακαλύπτοντας την κορνίζα του πίνακα κάτω από μια σκάλα, σε στενή απόσταση από τη θέση που βρισκόταν η Τζοκόντα. Με αυτό το γεγονός στο πίσω μέρος του νου, ήταν αναγκαίο να ανακαλύψει τον ή τους υπεύθυνους για αυτή την τολμηρή κλοπή.

Οι έρευνές του εστιάστηκαν στους χαμηλόμισθους υπαλλήλους του μουσείου, που ζούσαν σε οικονομική ανάγκη, στους ανήθικους εμπόρους τέχνης του Παρισιού και στους νεαρούς καλλιτέχνες της αβαντ-γκαρντ που αντιτάσσονταν στην κλασική τέχνη.

Από την άλλη πλευρά, οι Παριζιάνοι θεωρούσαν ότι πίσω από την τολμηρή αυτή κλοπή μπορεί να βρίσκονταν κάποιος πλούσιος Αμερικανός βιομήχανος, ή μήπως ήταν η Γερμανία που επιθυμούσε να κατακρίνει τη μεγάλη της αντίπαλο. Όταν το Μουσείο Λούβρου ανοίξει ξανά τις πύλες του στις 29 Αυγούστου, χιλιάδες Γάλλοι περνούσαν από το κενό χώρο όπου προηγουμένως βρισκόταν η Τζοκόντα, και δάκρυζαν σαν να είχαν χάσει ένα αγαπημένο πρόσωπο.

Τον 7η Σεπτεμβρίου του 1911, μία απρόσμενη εξέλιξη προκάλεσε έκπληξη στους παριζιάνους.

Η αστυνομία ανακοίνωσε την προσαγωγή του καταξιωμένου Γαλλοπολωνού ποιητή Γκιγιόμ Απολινέρ και του ανερχόμενου Ισπανού ζωγράφου Πάμπλο Πικάσο, καθώς υποπτεύθηκαν για την κλοπή. Παρά το γεγονός ότι ο Πικάσο απελευθερώθηκε την ίδια ημέρα λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων, ο Απολινέρ παρέμεινε υπό κράτηση για πέντε ημέρες πριν αποφασιστεί η απελευθέρωσή του.

Παρά το γεγονός ότι οι αποδείξεις κατά τους ήταν ελάχιστες, τα μέσα ενημέρωσης είχαν ήδη επιβάλει την έννοια της ενοχής, “Ο Απολινέρ φαίνεται να είναι ηγέτης μιας διεθνούς συμμορίας που επιδιώκει να αποκλέψει τα κοσμήματα των μουσείων μας”, έγραφε η “Paris Journal” στις 13 Σεπτεμβρίου. Τρομοκρατημένος, ο ποιητής πρόλαβε να συντάξει ποιητικούς στίχους μέσα στο κελί του, πριν πιαστεί από βαθιά μελαγχολία.

Η σύντομη κράτησή του και οι αβάσιμες κατηγορίες που του αποδόθηκαν επηρέασαν αρνητικά την εξαιρετική φήμη του.

Κατά τη διάρκεια των δύο επόμενων ετών, οι προσπάθειες εξιχνίασης της υπόθεσης βρέθηκαν σε αδιέξοδο. Αν και οι κλέφτες είχαν παρασχηθεί με μεγάλα χρηματικά ποσά από το κράτος και ιδιώτες ως αντάλλαγμα για πληροφορίες, η Μόνα Λίζα παρέμενε εξαφανισμένη.

Πολλοί πίστευαν ότι είχε καταστραφεί.

Ωστόσο  στις 29 Νοεμβρίου του 1913 , ο Ιταλός γκαλερίστας Αλφρέντο Τζέρι έλαβε ένα γράμμα που εστάλη ταχυδρομικά από το Παρίσι.

Ο αποστολέας, που αναφερόταν στο όνομα Λεονάρντο Βιτσέντσο, αποκάλυπτε ότι κατείχε τη Μόνα Λίζα και προέτρεπε να συνεννοηθούν.

Σκοπεύοντας να επιστρέψει τον πίνακα στην Ιταλία, αναμένοντας μια επιβράβευση, δημιουργούσε ένα νέο κεφάλαιο στην υπόθεση.

Ο Τζέρι είχε συνεννοηθεί με τον Βιτσέντζο για ένα ραντεβού, το οποίο είχε προγραμματίσει για τις 10 Δεκεμβρίου, στη γκαλερί του στη Φλωρεντία. Εκείνη τη μέρα, στη συνάντηση παραβρέθηκε και ο Τζιοβάνι Πότζι, ο διευθυντής της διάσημης πινακοθήκης “Ουφίτσι” της πόλης, ο οποίος φάνηκε επιφυλακτικός σχετικά με την ιστορία.

Την επόμενη ημέρα, ο Βιτσέντζο οδήγησε τους δύο άνδρες στο δωμάτιο του ξενοδοχείου “Τρίπολι-Ιτάλια”. Εκείνος, με αποφασιστικές κινήσεις, άνοιξε ένα μπαούλο και από ένα κρυφό σημείο αποκάλυψε τον πολυδιάστατο πίνακα.

Οι δύο άνδρες παρουσίασαν συγκρατημένη έκπληξη, διότι γνώριζαν ότι κυκλοφορούν πολλά πλαστά έργα της Τζοκόντα. Για καλό και για κακό, είχαν ήδη ειδοποιήσει τους Καραμπινιέρους, και κατά τη διάρκεια της συνάντησης οι αρχές παρευρέθηκαν στο σημείο. Ο Βιτσέντζο συνελήφθη και η υπόθεση πήρε νέα τροπή.

Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης, αποκαλύφθηκε ότι η πραγματική ταυτότητα του αποδιοπομπαίου Βιτσέντζο ήταν Βιτσέντζο Περούτζια. Ήταν 30 ετών και καταγόταν από το Κόμο. Σε προηγούμενη περίοδο, είχε εργαστεί ως ξυλουργός στο Λούβρο.

Όταν αποκαλύφθηκε ότι ο πίνακας ήταν τελικά ο αυθεντικός, η κοινή γνώμη εκδήλωσε μεγάλη συμπάθεια προς τον Περούτζια. Η πράξη του θεωρήθηκε πατριωτική, καθώς είχε ως στόχο να επιστρέψει τον πίνακα στη χώρα του.

Η κοινή γνώμη, αλλά και οι δικαστές, είχαν αντιληφθεί την πράξη του ως μια προσπάθεια να φέρει τον πολύτιμο πίνακα πίσω στην πατρίδα του.

Ο Περούτζια καταδικάστηκε σε μικρή ποινή φυλάκισης. Κατά τη διάρκεια της δικαστικής ακροαματικής διαδικασίας, ο Περούτζια αποκάλυψε τον τρόπο με τον οποίο διέπραξε την κλοπή.

Μεταμφιεσμένος ως συντηρητής του μουσείου, απέσπασε τη Μόνα Λίζα από τη θέση της, κρύβοντάς την κάτω από την φόρμα του (ο πίνακας είχε διαστάσεις 0,53 x 0,77 μέτρα), και εξήλθε από το μουσείο ως να μην συνέβαινε τίποτα. Το κρυστάλλινο κρησφύγετό του βρισκόταν σε απόσταση μόλις ενός χιλιομέτρου από το Λούβρο.

Για μια περίοδο ενός μήνα, η Μόνα Λίζα παρέμεινε στην Ιταλία, προτού επιστρέψει στη Γαλλία. Εκτέθηκε στην πινακοθήκη “Ουφίτσι” και σε άλλα σημαντικά μουσεία της Ιταλίας, προσελκύοντας την θαυμαστή προσοχή εκατομμυρίων Ιταλών.

Το μυστηριώδες χαμόγελό της απέσπασε τις εντυπώσεις. Στις 31 Δεκεμβρίου 1913, περίπου 60.000 άνθρωποι συναντήθηκαν στον σιδηροδρομικό σταθμό του Μιλάνου για να την υποδεχτούν.

Ταξίδεψε με ένα ειδικά φυλαγμένο βαγόνι της ταχείας σιδηροδρομικής γραμμής Μιλάνου – Παρισίων. Από τις 4 Ιανουαρίου 1914, επανατοποθετήθηκε στο Λούβρο, όπου παραμένει έως τις μέρες μας, περιβάλλοντας τον εαυτό της με πρωτοφανή μέτρα ασφαλείας.

Ειδήσεις

ΠΗΓΗ

Σχετικά άρθρα

Θέσεις εργασίας - Βρείτε δουλειά & προσωπικό