20.1 C
Athens
Δευτέρα, 6 Μαΐου, 2024

Καταλύτης ανάπτυξης η μείωση επιτοκίων και πληθωρισμού

Ειδήσεις Ελλάδα

Του Τάσου Δασόπουλου Προσδοκίες για ανάπτυξη μεγαλύτερη από 2,9%, που αναμένεται επισήμως για το 2024, γεννά η έντονη φημολογία για έναρξη της διαδικασίας μείωσης των επιτοκίων της ΕΚΤ ακόμα και μέσα στον Απρίλιο, λόγω της ταχύτερης του αναμενομένου μείωσης του πληθωρισμού.

Η ταχύτερη υποχώρηση του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη, από τη μια, και ο κίνδυνος για μεγάλη οικονομική επιβράδυνση στην Ευρωζώνη και δημιουργία κύματος νέων κόκκινων δανείων στις ευρωπαϊκές τράπεζες, από την άλλη, δημιουργούν μια ευνοϊκή συγκυρία. Λύνουν τα χέρια της ΕΚΤ να προχωρήσει στην αναστροφή της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής που ακολούθησε από τον Ιούλιο με στόχο να επαναφέρει τον πληθωρισμό κοντά στο 2%.

Οι αγορές στοιχηματίζουν πλέον όχι για το “αν”, αλλά για το πόσο γρήγορα θα ξεκινήσει η αποκλιμάκωση των επιτοκίων του ευρώ. Η αισιοδοξία φτάνει στο σημείο μεγάλες επενδυτικές τράπεζες να περιμένουν η έναρξη των μειώσεων να ξεκινά από τον Απρίλιο. Σε ό,τι αφορά το πόσο θα μειωθούν τα επιτόκια, οι προβλέψεις θέλουν, από τα 4%-4,75% που είναι σήμερα, να υποχωρούν στο 2% έως 2,75%, με μειώσεις που θα ξεκινήσουν τον Απρίλιο. Τούτο παρά το γεγονός ότι κάποια από τα “γεράκια” της κεντρικής τράπεζας του ευρώ προειδοποιούν ότι η κατάσταση είναι ακόμη ασταθής και ότι δεν υπάρχει ακόμη ως σκέψη η μείωση των επιτοκίων.

Το δεύτερο στοιχείο που συντείνει σε ένα καλύτερο 2024 είναι η ταχύτερη μείωση του πληθωρισμού κοντά στο 2%, ενώ, με βάση τις προβλέψεις της ΕΚΤ, αυτό δεν αναμενόταν πριν από το 2025.

Τα κέρδη για την Ελλάδα 

Η πρόωρη μείωση των επιτοκίων από την ΕΚΤ θα αποτελέσει καταλύτη θετικών εξελίξεων για την Ελλάδα, μαζί με τη μείωση του πληθωρισμού, ο οποίος, σύμφωνα με την πρόβλεψη, θα υποχωρήσει μεν, αλλά όχι κάτω από 2,6% τον επόμενο χρόνο. 

Τούτο με δεδομένο ότι το αναπτυξιακό αφήγημα για τον επόμενο χρόνο βασίζεται για άλλη μία χρονιά στις επενδύσεις. Οι δημόσιες επενδύσεις, ύψους 12,1 δισ., είναι λίγο-πολύ εξασφαλισμένες από τη συγχρηματοδότησή τους από κοινοτικούς πόρους και η μείωση των επιτοκίων θα κάνει πιο εύκολη τη χρηματοδότηση ιδιωτικών επενδύσεων, που ενισχύονται με χαμηλότοκα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης. Οι επενδύσεις αυτές, οι οποίες απαιτούν και χρηματοδότηση από τον τραπεζικό τομέα με ένα χαμηλότερο τελικό επιτόκιο (δηλαδή το μεσοσταθμικό του ΤΑΑ και της τράπεζας), μπορούν να ξεπεράσουν τα 2 δισ., που είναι ο επίσημος στόχος για το 2024. 

Σημαντική ωφέλεια θα έχουν οι δανειολήπτες με στεγαστικό σε κυμαινόμενο επιτόκια. Παράλληλα, βέβαια, όταν και οι τράπεζες μειώσουν τα επιτόκια των στεγαστικών, όλο και περισσότεροι θα δεχτούν να αναλάβουν τον μακροπρόθεσμο κίνδυνο ενός στεγαστικού δανείου αντί ενός ενοικίου, που βρίσκεται σήμερα στα ύψη.

Στη μεγάλη εικόνα, η πτώση των επιτοκίων, που δεν θα περιοριστεί στην Ευρωζώνη, αλλά θα γίνει και στις ΗΠΑ αλλά και τις υπόλοιπες κεντρικές τράπεζες όλου του κόσμου, θα διευκολύνει τις επενδύσεις από ξένους επενδυτές προς την Ελλάδα.

Η μείωση του πληθωρισμού 

Από την άλλη μεριά, η μείωση του πληθωρισμού σε χαμηλότερα επίπεδα και η σταδιακή αποκλιμάκωση και στις τιμές των τροφίμων, εκτός από την “αποσυμπίεση” των εισοδημάτων των οικονομικών ασθενέστερων, θα έχει ως αποτέλεσμα να αυξηθεί οριζόντια το πραγματικό εισόδημα από τις αυξήσεις ύψους 1,6 δισ. μέσω μέτρων που έχουν δρομολογηθεί μέσα από τον Προϋπολογισμό, αλλά και της αύξησης του κατώτερου μισθού, που υπολογίζεται κοντά στο 5% από τον επόμενο Απρίλιο. 

Η πραγματική αύξηση των εισοδημάτων, με τη σειρά της, θα αυξήσει την ιδιωτική κατανάλωση. Το πόσο σημαντικό θα είναι αυτό για το ΑΕΠ γίνεται φανερό αν αναλογιστεί κανείς ότι η κατανάλωση για φέτος αναμένεται να φτάσει τα 170 δισ. ευρώ και, άρα, αντιστοιχεί στο 70% του ΑΕΠ. 

Παράλληλα με τα ιδιωτικά εισοδήματα, η μείωση του πληθωρισμού θα έχει ως αποτέλεσμα και τη μείωση των τιμών των εισαγόμενων αγαθών. Με δεδομένο ότι η οικονομία “πάσχει” από ένα μεγάλο έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο, που έφτασε στο εννεάμηνο του 2023 στα 5 δισ. ευρώ, η περαιτέρω μείωση των τιμών καυσίμων, βιομηχανοποιημένων τροφίμων και πρώτων υλών που απαιτούν οι αυξημένες επενδύσεις θα σημαίνει αυτόματα και αύξηση του ΑΕΠ. Το πόσο σημαντικό είναι αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι, λόγω της μείωσης των τιμών της ενέργειας από το 2022, στο τέλος του 9μήνου Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου, η Ελλάδα έχει εξοικονομήσει περίπου 4,5 δισ. ευρώ από το κόστος εισαγωγών αργού πετρελαίου και φυσικού αερίου.

Το κέρδος από την ηρεμία στο Αιγαίο 

Ένα ακόμα κέρδος, που προκύπτει όχι από τη μείωση επιτοκίων ή του πληθωρισμού, έρχεται από τη διπλωματία. Η συναινετική διάθεση που επέδειξε κατά την ολιγόωρη επίσκεψή του στην Αθήνα ο πρόεδρος της Τουρκίας, κ. Ρετζέπ Ταγίπ Έρντογαν, δίνει, αν μη τι άλλο, μια υπόσχεση για ηρεμία στο Αιγαίο και για τους επόμενους μήνες.

Μια ένταση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας μέσα σε δύο πολέμους, έναν στο Ισραήλ εναντίον της Χαμάς και έναν βορειότερα, μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας, θα αύξανε τον γεωπολιτικό κίνδυνο για μια μεγαλύτερη ανάφλεξη στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Κάτι τέτοιο θα απέτρεπε μεγάλες ξένες επενδύσεις προς τη χώρα μας. Με τη συνέχιση, όμως, μιας ηρεμίας στις σχέσεις μας με τη γειτονική χώρα, τα πράγματα θα είναι πιο εύκολα και για την Ελλάδα αλλά και για την Τουρκία.

Το ίδιο, αν όχι περισσότερο, χρήσιμες θα είναι και οι συμφωνίας οικονομικής συνεργασίας που υπογράφηκαν στην Αθήνα κατά την επίσκεψη του Τούρκου προέδρου, ο οποίος δήλωσε πρόθυμος να διπλασιάσει τις εμπορικές σχέσεις των δύο χωρών, φτάνοντάς τες στα 10 δισ. δολάρια, από 5 δισ. δολάρια που είναι σήμερα. Επίσης, κέρδη θα πρέπει να περιμένουμε και από τις επαφές που είχαν οι Έλληνες επιχειρηματίες με τους Τούρκους οι οποίοι συμμετείχαν στην αποστολή του Τούρκου προέδρου κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του στην Ελλάδα. 

Ειδήσεις

ΠΗΓΗ

Σχετικά άρθρα

Θέσεις εργασίας - Βρείτε δουλειά & προσωπικό