20.7 C
Athens
Πέμπτη, 25 Απριλίου, 2024

Ο Ωρολογοποιός : Μέρος Έκτο – Βιβλίο

Ειδήσεις Ελλάδα

Κάθε Κυριακή, το thebest.gr φιλοξενεί σε συνέχειες τη νουβeλα του Στάθη Θ. Πολίτη, «Ο Ωρολογοποιός».

Διαβάστε εδώ το Πέμπτο Μέρος

_

#11

Είχε γίνει αποσυνάγωγος.

Το γεγονός ότι δεν τον είχαν στείλει στρατοδικείο, το όφειλε στο ότι τον είχαν ανάγκη περισσότερο από ποτέ. Διότι, ξέχωρα από τις μοναδικές του ικανότητες στην μάχη, γνώριζε και την όλη περιοχή καλύτερα από τον καθένα, κάτι που σε εκείνη την συγκυρία ήταν κομβικό.

Παρ’ όλα αυτά, ένοιωθε όλο και πιο έντονα πως οι σύντροφοι, θαρρείς μονομιάς, μόνο συντροφικά δεν τον αντιμετώπιζαν.

Η απόδειξη της διαίσθησής του δεν άργησε να έρθει.

Δεν είχε καλά-καλά χαράξει όταν τους επιτέθηκαν εκείνη τη μέρα.

Τρεις ομάδες στο σύνολο, μία εκ των οποίων και αυτή του Αητού, είχαν λουφάξει για λίγο διάστημα στις σπηλιές, ένα σημείο βαθειά μέσα στο ελατόδασος, που λίγοι μόνο γνώριζαν την ύπαρξή του.

Τους είχε οδηγήσει εκεί, με στόχο να κερδίσουν λίγο χρόνο ώστε να ανασυνταχθούν, μπας και μπορέσουν να οργανώσουν κάποιο είδος απέλπιδας αντεπίθεσης.

Τις σπηλιές, πάνω από το παλιό Σανατόριο, ο Αητός τις ήξερε από την καλή κι από την ανάποδη. Οι περισσότερες καλοκαιρινές παιδικές του αναμνήσεις ήταν από αυτό το απόκοσμο μέρος, που έμοιαζε να παραμένει ξεχασμένο όχι μόνο από τους ανθρώπους, αλλά κι από τον ίδιο τον Χρόνο. Με τον Ηλία και τον Στέφανο περνούσαν ώρες ολόκληρες εκεί, χωρίς βέβαια να το γνωρίζει αυτό κανείς από τους γονείς τους.

Όταν έφερε την ομάδα και χώθηκαν βαθιά μέσα στην πρώτη σπηλιά, ένα σμήνος από νυχτερίδες τους υποδέχτηκε, προς αρνητική έκπληξη των συντρόφων.

Εκείνος το περίμενε, δεν είπε όμως λέξη, θέλοντας να σκάσει και λίγο το χειλάκι του από τις αντιδράσεις τους.

Αφού τακτοποιήθηκαν όπως-όπως και άνοιξαν μία από τις τελευταίες κονσέρβες που τους είχαν μείνει να μοιραστούν, εκείνος απομονώθηκε, έκλεισε τα μάτια κι έκανε πως κοιμόταν.

“Τον μπάσταρδο, μια ζωή μαζί, σε εύκολα και σε δύσκολα. Και να πάει να την χαραμίσει με τους φασίστες.”

Όταν έβρισκε την ευκαιρία να ξαποστάσει, οι σκέψεις τον οδηγούσαν πάντα στο ίδιο σημείο, με τον ίδιο πρωταγωνιστή.

Ο παιδικός του φίλος ο Ηλίας, ο ένας από τους τρεις σωματοφύλακες, είχε ακολουθήσει αντίρροπη πορεία από τον ίδιο. Περισσότερο από έλλειψη διαφορετικών επιλογών αλήθεια είναι, παρά από δική του θέληση.

Κάπως έτσι είχαν άλλωστε τα πράγματα για τα περισσότερα αγόρια εκείνα τα χρόνια. Καθώς ερχόταν η ώρα τους να καταταγούν στον στρατό, μία μόνο εναλλακτική είχαν –το βουνό.

Κι ο Ηλίας δεν ήθελε να πάει με τους αντάρτες. Μεγαλώνοντας μέσα σε φιλοβασιλικό περιβάλλον, κάτι τέτοιο θα μπορούσε να πει κανείς πως ήταν απολύτως αναμενόμενο.

Η γνώριμη βοή του οπλοπολυβόλου τον τίναξε από τον λήθαργο των σκέψεων στον οποίο είχε αφεθεί.

Με δυο τρεις δρασκελιές βρέθηκε στην άκρη της σπηλιάς. Το άψυχο κορμί του Κωστή κειτόταν στο άνοιγμά της, κατατρυπημένο με τουλάχιστον καμιά δεκαριά σφαίρες. Καυτό αίμα ανάβλυζε από τις ανοιχτές πληγές. Ο Κωστής κάπνιζε ολόκληρος.

Αυτήν τη μυρωδιά της νεκρής, κατακρεουργημένης σάρκας, δεν μπορούσε να την συνηθίσει με καμία δύναμη. Οι δυο μπουκιές της κονσέρβας που πριν λίγο είχαν φάει, ανέβηκαν εκδικητικά μέχρι τον οισοφάγο του.

Ο Μπάμπης φρόντισε άμεσα να τον επαναφέρει στην πραγματικότητα, η οποία δεν ήταν και τόσο απλή για την ομάδα τους.

«Πρέπει να μας έχουν κυκλώσει από παντού.»

Έκανε να βγει δειλά-δειλά έξω από το στόμα της σπηλιάς για να μπορέσει να εκτιμήσει την κατάσταση στην οποία είχαν βρεθεί. Ήταν αδύνατο. Τα πυρά έρχονταν από κάθε κατεύθυνση του ορίζοντα.

Το βλέμμα του έτρεξε στις σπηλιές που βρίσκονταν οι άλλες δύο ομάδες. Ήταν απέναντί τους και είχε σχετικά καλό οπτικό πεδίο για να δει τις αντιδράσεις των συντρόφων του και να προσπαθήσει να συνεννοηθεί μαζί τους για το πώς θα προσπαθούσαν να διαφύγουν από την παγίδα.

Μόνο που σύντροφοι δεν υπήρχαν. Και οι δύο σπηλιές ήταν άδειες, καμία κίνηση δε μαρτυρούσε ανθρώπινη ύπαρξη κοντά τους.

Έφτυσε στο μουσκεμένο από την πρωινή υγρασία χώμα.

Γύρισε στον Μπάμπη.

«Είμαστε μόνοι μας.»

 

#12

Πελοπόννησος, Ελλάδα, 26 Μαΐου 1996

Μικρή μου Σοφούλα,

Να με συγχωρείς για την προσφώνηση, αλλά δεν ξέρω πώς αλλιώς να σε αποκαλέσω, παρά όπως την πρώτη φορά που -βρέφος εσύ- σε πήρα για λίγο από την αγκαλιά της μητέρας και του πατέρα σου.

Ήσουν η Σοφούλα μας.

Και τώρα, μετά από τόσα χρόνια, μου φαίνεται αδιανόητο το ότι μπορώ να μιλώ μαζί σου, έστω και με αυτόν τον τρόπο.

Πόσο καιρό αλήθεια έχω να γράψω γράμμα σε κάποιον. Είναι πολλοί, ιδιαίτερα σε αυτή την περίεργη, την τρελή εποχή που ζούμε, που θεωρούν τα γράμματα ξεπερασμένη και απρόσωπη μορφή επικοινωνίας. Εγώ πάλι, πάντα τα λάτρευα. Πολύ πιο εύκολα ανοίγεις την ψυχή σου σε έναν άνθρωπο με ένα γράμμα, παρά με οτιδήποτε άλλο.

Ξέφυγα όμως. Την έχω αυτή την κακιά συνήθεια -να πλατειάζω, να λοξοδρομώ, συχνά έχω τάσεις ονειροπόλησης, φυγής από την πραγματικότητα. Πάντα το είχα -από τα μικράτα μου ονειροπαρμένο με φώναζαν.

Πίσω λοιπόν στο θέμα μας. Αλλά ποιο είναι όμως το θέμα μας Σοφούλα;

Οι τύψεις -αυτό είναι το θέμα μας.

Οι αρχαίες Ερινύες που βρίσκονταν στο κατόπι μου για χρόνια ολόκληρα αφότου σε έχασα. Γιατί δεν ήθελα να σε χάσω Σοφούλα, πρέπει να με πιστέψεις, το τελευταίο πράγμα που ήθελα ήταν να σε χάσω.

Δύσκολα χρόνια όμως Σοφούλα. Χρόνια σκληρά, τον αλλάζανε τον άνθρωπο.

Γι’ αυτό Σοφούλα μου, θέλω να σου εξομολογηθώ κάτι.

Φοβάμαι να τα αναμοχλεύω τα παλαιά. Είναι γεμάτα σκελετούς, αναδύουν μια δυσωδία που το ρυτιδιασμένο κορμί και το αποκαμωμένο μυαλό μου δεν αντέχουν πια.

Κι από την άλλη, θα θυμώσω και τον γερόφιλό μου τον Χρόνο -αυτού κι αν δεν του αρέσει να γυρίζουν οι άνθρωποι στα παλιά, αυτός θέλει να κοιτάζει μόνο μπροστά. Και τα ‘χω βρει καλά μαζί του -μην τον θυμώσω τώρα που μπαίνω και στα τελευταία μου βρε Σοφούλα.

Εσύ βέβαια θα θέλεις να τα ακούσεις όλα αυτά που εγώ δεν θέλω να αγγίξω -και δεν σε κακίζω, έχεις όλα τα δίκια του κόσμου.

Σκέψου το όμως μία ακόμα φορά και μου λες. Γιατί μη νομίζεις, ούτε για εσένα θα είναι ευχάριστο όλο αυτό.

Σου λέω, ο φίλος μου ο γερο-Χρόνος κάτι ξέρει παραπάνω.

Ελπίζω το γράμμα μου να σε βρίσκει καλά στην υγεία σου.

Σε ασπάζομαι.

Στέφανος.

 

Ειδήσεις

ΠΗΓΗ

Σχετικά άρθρα

Θέσεις εργασίας - Βρείτε δουλειά & προσωπικό