25.2 C
Athens
Πέμπτη, 19 Σεπτεμβρίου, 2024

Διεθνής νομολογία για τους «intersex» αθλητές: Bρίσκεται η απάντηση στις τιμές της τεστοστερόνης;

Ειδήσεις Ελλάδα

Η αντιπαράθεση για την συμμετοχή της Αλγερινής πρωταθλήτριας της πυγμαχίας Iμάν Κελίφ στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Παρισιού, και γενικότερα για το νομικό καθεστώς των λεγόμενων «intersex» αθλητριών στον παγκόσμιο αθλητισμό, αποτελεί μία όψη των πολλαπλών «πολιτιστικών συγκρούσεων» της εποχής μας.

Δεν θα ήθελα εδώ να επικεντρωθώ στα ζητήματα που αφορούν την πυγμαχία, διότι δεν γνωρίζω τον «φάκελο» της υπόθεσης, αλλά βασίζομαι μόνον σε γενικές πληροφορίες δημοσιευμένες στα μέσα μαζικής ενημέρωσης.

Σε κάθε περίπτωση, η κατανόηση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των κατηγοριών προσώπων που ανήκουν στην ρευστή κατηγορία μεταξύ των δύο φύλων είναι εξαιρετικά δυσχερής λόγω της πολυσύνθετης φύσης του φαινομένου. Μπορούν όμως να δοθούν αρκετά σαφείς απαντήσεις σε ζητήματα που άπτονται του αθλητισμού. Ήδη υπάρχει διεθνής νομολογία για την υπόθεση της Νοτιοαφρικανής αθλήτριας Κάστερ Σεμένια, η οποία μας παρέχει την δυνατότητα ορθολογικής ανάλυσης του θέματος.

Ζητήματα σχετικά με την συμμετοχή αθλητριών intersex ρυθμίζονται από κανόνες του διεθνούς αθλητικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένων κυρίως των κανονισμών της Διεθνούς Ομοσπονδίας Στίβου (World Athletics, τέως IAAF). Εθνικά και διεθνή δικαστήρια έχουν ασχοληθεί με την ερμηνεία και εφαρμογή των σχετικών κανόνων, σε συνδυασμό με το εθνικό δίκαιο, το δίκαιο των δικαιωμάτων του ανθρώπου και το γενικό διεθνές δίκαιο.

Ιδιαίτερη σπουδαιότητα έχει η απόφαση του Διαιτητικού Δικαστηρίου Αθλητισμού (Court of Arbitration for Sport – CAS) με έδρα τη Λωζάνη στην υπόθεση Σεμένια (2019), η απόφαση του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου της Ελβετίας (Bundesgericht) για την νομιμότητα της ανωτέρω απόφασης του CAS (2020) και η απόφαση του τρίτου τμήματος του Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Στρασβούργου για την ίδια υπόθεση (2023). Σημειωτέον ότι η απόφαση αυτή εκκρεμεί ενώπιον της μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου.

Ενώ το Διαιτητικό Δικαστήριο Αθλητισμού και το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Ελβετίας απέρριψαν τα επιχειρήματα της Σεμένια, το τρίτο Τμήμα του Στρασβούργου έκανε δεκτή την αίτηση της προσφεύγουσας με την οριακή πλειοψηφία 4-3 (μειοψήφησαν οι δικαστές Grozev/Βουλγαρία, Roosma/Εσθονία και Κτιστάκις/Ελλάδα).

Σημαντικό ρόλο για την κατανόηση των σχετικών ζητημάτων παίζει και η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης του 2014 στην υπόθεση της Φαλαινοθηρίας στον Νότιο Ωκεανό (Αυστραλία κατά Ιαπωνίας), στην οποία το Δικαστήριο προσδιόρισε τον κυρίαρχο ρόλο της επιστήμης στην επίλυση των διεθνών διαφορών και έκανε ενδελεχή έλεγχο της επιστημονικής μεθοδολογίας των Ιαπώνων επιστημόνων.

Το κεντρικό επιχείρημα της Κάστερ Σεμένια είναι ότι οι εξετάσεις της ταυτότητας φύλου αποτελούν παραβίαση της αρχής απαγόρευσης των διακρίσεων. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν μπορεί όμως να δοθεί με γενικές αποφάνσεις ηθικής τάξης ή με βάση το υποκειμενικό συναίσθημα της πληττόμενης αθλήτριας, αλλά με βάση την αρχή ότι το δίκαιο επιβάλλει την ίση μεταχείριση όμοιων καταστάσεων και την ανόμοια μεταχείριση των ανόμοιων. Άρα, απαιτείται συγκριτική ανάλυση των αντίστοιχων κατηγοριών προσώπων και εν προκειμένω της γενικής κατηγορίας των αθλητριών με τις κατηγορίες των αθλητριών intersex.

Πολύ συνοπτικά, επαγγελματίες αθλήτριες με διαφορές στην ανάπτυξη του φύλου και διαθέτουν ανδρικά χρωμοσώματα (46 ΧΥ αντί των γυναικείων 46 ΧΧ) ανήκουν στην γενική κατηγορία των λεγόμενων intersex προσώπων. Μία υποκατηγορία ατόμων με 46 ΧΥ εμφανίζουν ανεπάρκεια της ουσίας 5 α -αναγωγάση (5-ARD), η οποία εμποδίζει την ανάπτυξη ανδρικών γεννητικών οργάνων. Τα προβλήματα που ανακύπτουν για την συμμετοχή αυτών των αθλητριών σε ορισμένες κατηγορίες αγώνων, για παράδειγμα σε αγώνες μέσων αποστάσεων (800-3000 μέτρα γυναικών), όπως στην περίπτωση της Κάστερ Σεμένια (800-1500 μέτρα), οφείλονται στα πολύ αυξημένα επίπεδα τεστοστερόνης που εμφανίζουν, τα οποία εξαρτώνται από τα ανδρικά χρωμοσώματα.

Έχει υπολογισθεί ότι ο ανδρικός οργανισμός παράγει κατά μέσο όρο 7 mg τεστοστερόνης ημερησίως, ενώ ο γυναικείος οργανισμός μόλις 0,25 mg. Η συγκέντρωση του serum τεστοστερόνης για τον άνδρα κυμαίνεται μεταξύ 7.7 και 29.4 nmol/L, ενώ ο αντίστοιχος δείκτης για τις γυναίκες είναι μεταξύ 0,06 και 1,68 nmol/L. Με άλλα λόγια, η τεστοστερόνη που παράγεται από τον οργανισμό των αθλητριών intersex μπορεί να είναι και επάνω από 25 φορές υψηλότερη από τις αθλήτριες της γενικής κατηγορίας. Επομένως οι intersex αθλήτριες είναι ουσιαστικά βιολογικά άρρενες αθλητές με γυναικεία χαρακτηριστικά φύλου.

Η Διεθνής Ομοσπονδία Αθλητισμού (IAAF/World Athletics) προσδιόρισε το επιτρεπτό όριο τεστοστερόνης για αθλήτριες στα 5 nmol/L και στη συνέχεια στα 2,5 nmol/L, τιμές που είναι κατά πολύ υψηλότερες από τα ανωτέρω άκρα όρια του γυναικείου φύλου. Δεδομένου ότι το ύψος της τεστοστερόνης βρίσκεται σε άμεση σχέση με την απόδοση, είναι σαφές ότι intersex αθλήτριες με 5-ΑRD διαθέτουν ένα μείζον ανταγωνιστικό πλεονέκτημα απέναντι σε αθλήτριες της γενικής κατηγορίας.

Εάν η διαφορά αυτή δεν αντιμετωπισθεί μέσω των κανονισμών, καταλύεται η θεμελιώδης αρχή του «δίκαιου ανταγωνισμού» (fair competition), με επιπτώσεις συγκρίσιμες με αυτές του ντόπινγκ, το οποίο επίσης αυξάνει το επίπεδο τεστοστερόνης στον ανθρώπινο οργανισμό. Η ανισότητα ενδεικνύεται και στατιστικά από την υπεραντιπροσώπευση αυτής της κατηγορίας προσώπων στον αθλητισμό υψηλής απόδοσης.

Συγκεκριμένα, τα άτομα γυναικείου φύλου με 46 ΧΥ στον γενικό πληθυσμό είναι 1 στις 20,000, ενώ στον αθλητισμό υψηλής απόδοσης ανέρχονται σε 7 στις 1,000, τιμή που είναι 140 φορές αυξημένη σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό. Επιπλέον, η παρουσία ατόμων με 5-ARD στον γενικό πληθυσμό είναι ακόμη μικρότερη και ανέρχεται σε 1 στις 100,000, δηλαδή είναι μικρότερη του 0,001%.

Επομένως, intersex πρόσωπα έχουν κίνητρο να συμμετέχουν στον γυναικείο αθλητισμό λόγω του βιολογικού πλεονεκτήματος που διαθέτουν. Όλα αυτά τα στοιχεία αναλύονται στην απόφαση του Διεθνούς Διαιτητικού Αθλητικού Δικαστηρίου και δεν αμφισβητήθηκαν ούτε από το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Στρασβούργου, το οποίο αποφάσισε υπέρ της προσφεύγουσας. Επομένως, το επιχείρημα της απαγορευμένης διάκρισης καταρρίπτεται από την επιστήμη, η οποία αποδεικνύει ότι οι διαφορές μεταξύ των δύο ομάδων είναι τόσο θεμελιώδεις ώστε να απαιτείται διαφοροποιημένη μεταχείρισή τους. Επιπλέον, η μείωση των τιμών τεστοστερόνης μπορεί να επιτευχθεί με ορμονική θεραπεία μέσω κοινής αντισύλληψης.

Η απόφαση του Δικαστηρίου του Στρασβούργου διαφοροποιείται από τις προηγούμενες δύο αποφάσεις. Το τρίτο τμήμα αποφάσισε με την ανωτέρω οριακή πλειοψηφία ότι η Ελβετία παραβίασε το δικαίωμα της προσφεύγουσας Σεμένια στην ιδιωτική ζωή σε συνδυασμό με την απαγόρευση των διακρίσεων και με την υποτιθέμενη έλλειψη ενδίκων βοηθημάτων στη ελβετική έννομη τάξη, θεωρώντας ότι η δικαιοδοσία του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου ήταν πολύ περιορισμένη. Άρα το Στρασβούργο δεν αποφάσισε ότι οι κανονισμοί της Ομοσπονδίας Στίβου συνιστούσαν απαγορευμένη διάκριση, αλλά ότι η υποτιθέμενη έλλειψη αποτελεσματικών διαδικασιών για την εξέταση των ζητημάτων σχετικά με τα αυξημένα επίπεδα τεστοστερόνης οδήγησε σε παραβίαση των δικαιωμάτων της προσφεύγουσας.

Η αιτιολογία όχι μόνον δεν είναι πειστική, αλλά αποτελεί υπεκφυγή. Όλες οι επιστημονικές πληροφορίες ήταν στην διάθεση των δικαστών, όπως και όλες οι γνωμοδοτήσεις των ειδικών και οι απόψεις των ενδιαφερόμενων οργανώσεων. Το Δικαστήριο θα μπορούσε απλώς να αποφασίσει επί της ουσίας, χωρίς να κρύβεται πίσω από την δήθεν έλλειψη ένδικων βοηθημάτων.

Η μειοψηφία υπέδειξε την ορθή ερμηνευτική οδό. Οι τρεις δικαστές υπέδειξαν τη σημασία των αρχών που εισήγαγε το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης στην υπόθεση Ιαπωνίας κατά Αυστραλίας, το οποίο θεώρησε ότι σύμφωνα με τον γενικό κανόνα του δικαστικού ελέγχου (standard of review), η επιστημονική μεθοδολογία των φυσικών επιστημών πρέπει να βασίζεται, από την πλευρά του διεθνούς δικαίου, στην αρχή του «εύλογου χαρακτήρα» του σχεδιασμού και της εφαρμογής των ερευνητικών προγραμμάτων (reasonableness in the design and implementation).

Οι όροι αυτοί έχουν πολύ συγκεκριμένο περιεχόμενο στην νομική ορολογία και επομένως όταν δεν διαπιστώνονται μεθοδολογικά σφάλματα ή αντιφάσεις, τα πορίσματα της έρευνας θεωρούνται «ορθά» από την πλευρά του δικαστικού ελέγχου. Η μειοψηφία του Στρασβούργου επέκρινε την απόφαση του τρίτου τμήματος, το οποίο έκρινε τα πορίσματα της Ομοσπονδίας Στίβου ως προβληματικά, χωρίς να προβεί σε έλεγχο της επιστημονικής μεθοδολογίας που ακολουθήθηκε.

Σε κάθε περίπτωση, η μειοψηφία θεώρησε ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε να απορρίψει τη δικαιοδοσία του στη διαφορά αυτή και να μην εκδώσει απόφαση. Τούτο διότι με την αποδοχή της δικαιοδοσίας για την προσφυγή της Νοτιοαφρικανής προσφύγουσας και κατοίκου της Νότιας Αφρικής εναντίον της απόφασης ενός διαιτητικού δικαστηρίου με έδρα στην Ελβετία, το οποίο όμως έχει ιδρυθεί από οργανισμό ιδιωτικής φύσης με έδρα στο Μονακό (Διεθνής Ομοσπονδία Στίβου), το Δικαστήριο του Στρασβούργου επιβαρύνεται με την ευθύνη επίλυσης κάθε μορφής αθλητικής διαφοράς που ανακύπτει οπουδήποτε στον κόσμο σε σχέση τουλάχιστον με την ανωτέρω Ομοσπονδία. Μία τέτοια εξέλιξη θα οδηγούσε σε κατάλυση της αυτονομίας του αθλητισμού και του Διαιτητικού Δικαστηρίου της Λωζάνης, διότι σε τελευταία ανάλυση η ευθύνη του ελέγχου θα περνούσε στα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα. Αυτό οδηγεί σε επανεθνικοποίηση του παγκόσμιου αθλητισμού, με ό,τι επιπτώσεις αυτό συνεπάγεται.

Ο αθλητισμός έχει εμπλακεί για τα καλά και στις πολιτιστικές αλλά και στις γεωπολιτικές αντιπαραθέσεις. Σε μία τελευταία εξέλιξη, η Wall Street Journal ισχυρίσθηκε ότι η όλη αντιπαράθεση για το αγώνισμα της πυγμαχίας οφείλεται σε «ρωσικό δάκτυλο» (6 Αυγούστου 2024, σελ. Α 13). Από την άλλη πλευρά, κατά την διάρκεια των διαδικασιών στην υπόθεση Σεμένια ακούστηκαν επιχειρήματα ότι τα τεστ φύλου αποτελούν διάκριση σε βάρος των γυναικών του «Νότου», υπόλειμμα των αποικιοκρατικών στερεοτύπων και εκδήλωση ρατσισμού, και σεξισμού.

Η απάντηση στα μονότονα και αντεπιστημονικά επιχειρήματα αυτού το είδους είναι ότι όταν η επιστήμη διαπιστώνει, δεν μπορεί να υπάρχει απαγορευμένη διάκριση. Κάθε άλλη θέση ενισχύει κατ’ αποτέλεσμα λαϊκιστικά κινήματα, όπως αυτό των αντιεμβολιαστών.

Την κατάσταση χειροτέρευσε η στάση της ΔΟΕ, η οποία έριξε «λάδι στη φωτιά». Με επίσημη δήλωση που αναρτήθηκε στην πλατφόρμα Χ, η ΔΟΕ κατήγγειλε ως «αυθαίρετες» τις ρυθμίσεις της Διεθνούς Ομοσπονδίας Πυγμαχίας, που εφάρμοζε πολιτική εξέτασης των χαρακτηριστικών του φύλου σε αρμονία με την απόφαση του Διαιτητικού Δικαστηρίου Αθλητισμού στην υπόθεση Σεμένια, κάνοντας λόγο για «παραπλανητικές πληροφορίες» για τις δύο intersex αθλήτριες, κατήγγειλε την κριτική με τον βαρύτατο, στην αγγλική γλώσσα, όρο «aggression» (επίθεση) κατά των αθλητριών (ο ίδιος όρος χρησιμοποιείται για την σοβαρότερη μορφή διακρατικής βίας που είναι και διεθνές έγκλημα!), και δεν δίστασε να διαστρεβλώσει την πραγματικότητα χαρακτηρίζοντας τις εξετάσεις φύλου ως «αντίθετες με την καλή διακυβέρνηση» του αθλήματος. Η θλιβερή ειρωνεία της κατάστασης είναι ότι ή ίδια η ΔΟΕ έθεσε σε κίνδυνο την «καλή διακυβέρνηση» του γυναικείου αθλητισμού πλήττοντας τις αρχές του ευ αγωνίζεσθαι.

Θα ήθελα να ολοκληρώσω αυτήν την παρουσίαση με την πρόσφατη και με ιδιαίτερο βάρος δήλωση της Ειδικής Εισηγήτριας του ΟΗΕ για ζητήματα βίας κατά των γυναικών και των κοριτσιών Reem Alsalem στο βρετανικό δίκτυο Sky News. H Ειδική Εισηγήτρια ζήτησε την επαναφορά των τεστ φύλου στον γυναικείο αθλητισμό και προειδοποίησε για τους κινδύνους σωματικής βίας κατά των γυναικών, όπως φάνηκε και από το βίντεο του αγώνα πυγμαχίας με θύμα την Ιταλίδα πρωταθλήτρια.

Η Reem Alsalem προτίθεται να περιλάβει το θέμα στην έκθεσή της που θα υποβληθεί στην Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ τους επόμενους μήνες.

Οι γυναικείες οργανώσεις, τις οποίες κατ’ εξοχήν αφορά το θέμα, πρέπει να απελευθερωθούν από το σύνδρομο της σιωπής απέναντι στις πιέσεις που ασκούνται από μικρές ομάδες ακτιβιστών και να υπερασπισθούν τα δικαιώματα των γυναικών και την ακεραιότητα του γυναικείου αθλητισμού με όσα μέσα τους παρέχουν οι διεθνείς οργανισμοί, η δημοκρατική κοινωνία και το κράτος δικαίου. Πρόσωπα σε θέσεις ευθύνης οφείλουν κάποτε να υψώσουν το ανάστημά τους απέναντι σε φαινόμενα που θυμίζουν τον Μακαρθισμό των μέσων του 20ού αιώνα.

Ο κ. Αχιλλέας Σκόρδας είναι ομ. Καθηγητής Διεθνούς Δικαίου Πανεπιστημίου Bristol.

Ειδήσεις

ΠΗΓΗ

Σχετικά άρθρα

Θέσεις εργασίας - Βρείτε δουλειά & προσωπικό